- οὐλοκάρηνος
- οὐλο-κάρηνος (οὖλο Od. 18.2): with thick, curly hair, Od. 19.246†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
ουλοκάρηνος — οὐλοκάρηνος, ον (Α) αυτός που έχει σγουρά μαλλιά, σγουρομάλλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖλος (ΙΙ) «σγουρός» + κάρηνα (< κάρα), πρβλ. ξανθο κάρηνος] … Dictionary of Greek
οὐλοκάρηνος — with crisp masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐλοκάρηνον — οὐλοκάρηνος with crisp masc/fem acc sg οὐλοκάρηνος with crisp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐλοκάρηνα — οὐλοκάρηνος with crisp neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ουλοκέφαλος — οὐλοκέφαλος, ον (Α) ουλοκάρηνος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖλος (II) «σγουρός» + κεφαλή] … Dictionary of Greek
ουλόκρανος — οὐλὁκρανος, ον (Α) ουλοκάρηνος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖλος (II) «σγουρός» + κράνος (Ι) «στρογγυλό προστατευτικό κάλυμμα τού κεφαλιού»] … Dictionary of Greek